- νόστος
- ο (Α νόστος)επιστροφή ξενιτεμένου στην πατρίδα, παλινόστηση («Ὀδυσσεὺς ὤλεσε τηλοῡ νόστον Ἀχαιΐδος», Ομ. Οδ.)αρχ.1. (γενικά) επάνοδος2. ταξίδι, πλους3. (για σιτάρι) σοδειά, συγκομιδή4. (για φαγητό) νοστιμιά5. (το αρσ. ως κύριο όν.) Νόστοιτίτλος πολλών επικών ποιημάτων που περιγράφουν τον πλου προς την πατρίδα και τις περιπέτειες τών Ελλήνων μετά την άλωση τής Τροίας («ἡ δὲ Ὀμήρου ποίησις ἡ ἐς Ὀδυσσέα καὶ ἡ Μινυάς τε καλούμενη καὶ οἱ Νόστοι», Παυσ.)6. (κατά τον Ησύχ.) «ἡ ἀνάδοσις τῆς γεύσεως».[ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα νοσ- τού θ. νεσ- τού ρ. νέομαι* «έρχομαι, επιστρέφω, γυρίζω» (για τη σημασιολογική εξέλιξη σε «νοστιμιά, γλυκύτητα» βλ. λ. νόστιμος).ΠΑΡ. νόστιμοςαρχ.νοστίζω, νοστώ (Ι)ΣΥΝΘ. (Α συνθετικό) νοσταλγώ. (Β συνθετικό) άνοστοςαρχ.δύσνοστος, επίνοστος, εύνοστος, λαθίνοστος, παλίννοστος, πολύνοστος].
Dictionary of Greek. 2013.